χειρωναξία

χειρωναξία
και ιων. τ. χειρωναξίη, ἡ, Α [χειρῶναξ]
η χειρωνακτική εργασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειρωναξία — χειρωναξίᾱ , χειρωναξία handiwork fem nom/voc/acc dual χειρωναξίᾱ , χειρωναξία handiwork fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωναξίας — χειρωναξίᾱς , χειρωναξία handiwork fem acc pl χειρωναξίᾱς , χειρωναξία handiwork fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωναξίαν — χειρωναξίᾱν , χειρωναξία handiwork fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωναξιέων — χειρωναξία handiwork fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωναξίαις — χειρωναξία handiwork fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσικός — βαναυσικός, ή, όν (Α) [βάναυσος] 1. ο σχετικός με τον χειρώνακτα 2. το θηλ. ως ουσ. η βαναυσική η χειρωναξία 3. το ουδ. ως ουσ. το βαναυσικόν η χειρωναξία …   Dictionary of Greek

  • βαναυσία — βαναυσία, η (Α) [βάναυσος] Ι. χειρωναξία 2. συνεκδ. τρόπος συμπεριφοράς του χειρώνακτος, έλλειψη ανατροφής και καλών τρόπων, αμορφωσιά 3. αγυρτεία, τσαρλατανισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”